Στον 21ο αιώνα, η ποινική δικαιοσύνη δεν περιορίζεται πλέον στις αίθουσες των δικαστηρίων. Ένας δεύτερος, παράλληλος κόσμος έχει αναδυθεί — αυτός των ψηφιακών δεδομένων. Οι κλήσεις, τα μηνύματα, ακόμα και η τοποθεσία ενός ατόμου, συνθέτουν ένα ψηφιακό ίχνος που μπορεί να αποδειχθεί καθοριστικό σε μια ποινική υπόθεση, ισχυρότερο ακόμη και από μια ανθρώπινη μαρτυρία.
Αυτό το νέο περιβάλλον, όμως, δημιουργεί σύνθετα νομικά και ηθικά διλήμματα. Η έρευνα βασίζεται πλέον σε εργαλεία όπως οι αλγόριθμοι, οι βάσεις δεδομένων και εξειδικευμένα προγράμματα που λειτουργούν συχνά χωρίς απόλυτη διαφάνεια. Αυτό σημαίνει ότι τα στοιχεία που συλλέγονται μπορεί να είναι δύσκολο να ελεγχθούν ή να προσβληθούν από την υπεράσπιση. Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς διασφαλίζεται το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, όταν τα μέσα από τα οποία προκύπτουν κρίσιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν είναι πλήρως προσβάσιμα ή ελέγξιμα.
Παράλληλα, το απόρρητο των τηλεπικοινωνιών αποτελεί θεμελιώδη συνταγματική εγγύηση (άρθρο 19 του Συντάγματος), προστατευόμενο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο (άρθρα 7 Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. και 8 ΕΣΔΑ). Και δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο μιας συνομιλίας, αλλά και τα «μεταδεδομένα» — δηλαδή το πότε, πού και με ποιον επικοινώνησε κάποιος. Αυτά τα δεδομένα έχουν μετατραπεί σε πολύτιμο υλικό για τις αρχές, αλλά ταυτόχρονα φέρνουν σοβαρές προκλήσεις για τα ατομικά δικαιώματα.
Η ευρωπαϊκή νομολογία έχει θέσει όρια: Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έχει επανειλημμένα τονίσει ότι η μαζική και αδιάκριτη συλλογή τηλεπικοινωνιακών δεδομένων είναι αντίθετη με τα θεμελιώδη δικαιώματα. Τέτοια μέτρα επιτρέπονται μόνο όταν είναι στοχευμένα, βασίζονται σε συγκεκριμένες απειλές και τελούν υπό δικαστικό έλεγχο. Αντίστοιχα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι η παρακολούθηση χωρίς σαφές νομικό πλαίσιο αποτελεί σοβαρή παραβίαση της ιδιωτικότητας, ακόμα κι αν δεν αποδεικνύεται άμεση ζημία.
Στην Ελλάδα, ο Ν. 5002/2022 προβλέπει διαδικασία άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, μέσω εισαγγελικής διάταξης και έγκρισης από ειδική ανεξάρτητη αρχή. Όμως, υπάρχει προβληματισμός όταν τέτοια δεδομένα, που έχουν συλλεχθεί για λόγους εθνικής ασφάλειας, χρησιμοποιούνται αργότερα ως αποδείξεις σε ποινικές δίκες. Το Σύνταγμα είναι σαφές: αποδεικτικά στοιχεία που αποκτήθηκαν παράνομα ή με παραβίαση του απορρήτου δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν (άρθρο 19 παρ. 3 Σ.).
Προστίθεται και ο κίνδυνος από τη χρήση ανεπίσημων ή παράνομων τεχνολογικών μέσων, όπως λογισμικά παρακολούθησης χωρίς κρατική πιστοποίηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν μπορεί να διασταυρωθεί η αξιοπιστία των στοιχείων ούτε να ασκηθεί ουσιαστικός τεχνικός έλεγχος. Έτσι, διακυβεύεται όχι μόνο η νομιμότητα της απόδειξης, αλλά και η συνολική αξιοπιστία της ποινικής διαδικασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ποινικός Κώδικας (άρθρο 370ΣΤ) προβλέπει αυστηρές ποινές για παράνομη κατοχή και χρήση τέτοιων μέσων.
Τελικά, η τεχνολογία δεν μπορεί να αντικαταστήσει τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου. Η ποινική δίωξη πρέπει να είναι αποτελεσματική, αλλά όχι σε βάρος της ιδιωτικότητας και των δικαιωμάτων του κατηγορούμενου. Χρειάζεται ισχυρός θεσμικός έλεγχος, διαφάνεια και λογοδοσία. Όπως έχει επισημάνει και το Συμβούλιο της Ευρώπης, η επεξεργασία δεδομένων πρέπει να διέπεται από αυστηρούς κανόνες και να δίνεται η δυνατότητα στον πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη.
Συμπερασματικά, η ψηφιακή εποχή έχει αλλάξει τα δεδομένα στην ποινική δικαιοσύνη. Όμως η χρήση της τεχνολογίας δεν πρέπει να λειτουργεί αυθαίρετα ή ανεξέλεγκτα. Η αποτελεσματικότητα του συστήματος κρίνεται όχι μόνο από το αν καταδικάζονται οι ένοχοι, αλλά και από το αν τηρούνται οι θεσμικές εγγυήσεις για όλους. Μόνο έτσι θα παραμείνει ζωντανό το κράτος δικαίου, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία.
