Ο νόμος αναγνωρίζει ότι υπάρχουν γάμοι που, παρά τη νομική τους ισχύ, έχουν πάψει ουσιαστικά να υφίστανται. Όταν η σχέση των συζύγων έχει υποστεί βαθύ και μη αναστρέψιμο κλονισμό, η λύση του γάμου δεν είναι απλώς θεμιτή – είναι δικαιολογημένη (βλ. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, Οικογενειακό Δίκαιο, τ. Ι, 2021, σ. 323).
Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς και οδυνηρούς λόγους διάρρηξης της έγγαμης συμβίωσης. Το άρθρο 1439 ΑΚ, όπως ισχύει μετά τον ν. 3500/2006, προβλέπει ότι όταν ένας από τους συζύγους ασκεί βία στον άλλον, τότε τεκμαίρεται ισχυρός κλονισμός. Δηλαδή, το θύμα δεν χρειάζεται να αποδείξει την ψυχική του εξάντληση – αρκεί να τεκμηριώσει τα περιστατικά της βίας. Και το σημαντικό: δεν απαιτείται καν να έχει προηγηθεί ποινική δίωξη ή καταδίκη.
Αρκεί τα περιστατικά να εμπίπτουν στις αξιόποινες πράξεις του Ποινικού Κώδικα όπως: σωματική βλάβη (άρθρ. 312 ΠΚ), παράνομη βία (330 §2 ΠΚ), απειλή (333 §2 ΠΚ), ή ακόμα και ανθρωποκτονία με δόλο (299 ΠΚ). Η βία πρέπει να είναι υπαίτια και καταλογιστή· δεν αρκούν αμοιβαίοι διαπληκτισμοί ή απλή αντισυζυγική συμπεριφορά. Δεν αναγνωρίζεται «αυτοδικία» ή συμψηφισμός πράξεων (βλ. Α. Κοτζάμπαση, Το οικογενειακό Δίκαιο στον 21ο αιώνα, 2021, σ. 17 επ.).
Πολύτιμη είναι η επισήμανση ότι η παραμονή του θύματος στο σπίτι ή ακόμα και η προσπάθεια συμφιλίωσης δεν ερμηνεύεται αυτόματα ως συγγνώμη. Αντιθέτως, αναγνωρίζεται ότι οι κύκλοι της κακοποίησης – με εναλλαγές βίας και μεταμέλειας – ενισχύουν την ψυχολογική εξάρτηση του θύματος (ΑΠ 98/1994, ΕφΔωδ 89/2006).
Ακόμα και η συμμετοχή σε ποινική διαμεσολάβηση (άρθρ. 11-14 ν. 3500/2006) δεν ακυρώνει το δικαίωμα του θύματος να ζητήσει διαζύγιο. Η συμφωνία των συζύγων σε αυτή τη διαδικασία δεν συνιστά παραίτηση ή “συγχώρεση” (βλ. Κοτζάμπαση, σ. 26· Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, σ. 358).
Με τον ν. 4800/2021, ο κανόνας είναι η από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας μετά τη διάσταση. Όμως, η άσκηση βίας, ιδίως όταν στρέφεται εναντίον του τέκνου ή λαμβάνει χώρα μπροστά του, μπορεί να ανατρέψει αυτόν τον κανόνα. Το συμφέρον του παιδιού προηγείται κάθε άλλου δικαιώματος – ακόμη και του δικαιώματος του γονέα να συμμετέχει στην ανατροφή του (Λέκκας, σ. 194· Φουντεδάκη, σ. 52).
Και εδώ έρχεται μία κρίσιμη εξαίρεση: σε περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας, η υποχρεωτική αρχική συνεδρία διαμεσολάβησης (άρθρ. 6 ν. 4640/2019) δεν εφαρμόζεται. Ούτε στις αγωγές διαζυγίου ούτε στις διαφορές για επιμέλεια ή επικοινωνία. Το επιβάλλει τόσο το εσωτερικό δίκαιο (άρθρ. 1514 §§2-3 ΑΚ), όσο και το διεθνές – με πιο χαρακτηριστική τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης (άρθρ. 48), η οποία ρητά απαγορεύει την υποχρεωτική υπαγωγή τέτοιων υποθέσεων σε εναλλακτικές διαδικασίες, ακριβώς για να αποφευχθεί η δευτερογενής θυματοποίηση του θύματος (ΜΠΘεσ 6220/2022, 12322/2022· Πλεύρης, παρατηρήσεις υπό ΜΠΘεσ 12322/2022).
Δεν απαιτείται καταδικαστική απόφαση. Αρκεί το αγωγικό δικόγραφο και το υπόλοιπο αποδεικτικό υλικό να περιγράφει πειστικά και συγκεκριμένα τη βία (ΜΠΡ Θες 10201/2023).
Ο νόμος δεν απαιτεί από το θύμα να υπομείνει, να μεσολαβήσει ή να εξηγήσει. Απαιτεί να προστατευτεί.
