Για πολλά χρόνια, η κοινωνία αντιμετώπιζε τον βιασμό μέσα από ένα στενό και ξεπερασμένο πρίσμα: βία, φωνές, αντίσταση, σκισμένα ρούχα. Όμως η πραγματικότητα – και ευτυχώς πια και ο νόμος – αναγνωρίζουν ότι η καρδιά του εγκλήματος είναι η απουσία συναίνεσης. Όχι το πόσο δυνατά αντιστάθηκε το θύμα, αλλά το αν ήθελε πραγματικά να συμμετάσχει.
Από το 2019, ο ελληνικός Ποινικός Κώδικας (άρθρο 336 ΠΚ παρ. 4) ορίζει εκτός των άλλων για τον βιασμό το εξής:
«Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, τελεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα (10) έτη.»
Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται πλέον να αποδειχθεί χρήση σωματικής βίας ή απειλής. Η έλλειψη ελεύθερης, σαφούς και θετικής συναίνεσης αρκεί. Δεν είπε «όχι»; Δεν σημαίνει ότι είπε «ναι». Το «πάγωσα», «δεν αντιστάθηκα», «δεν μίλησα» είναι συχνές – και απολύτως ανθρώπινες – αντιδράσεις στην κακοποίηση, που δεν αναιρούν την απουσία συναίνεσης.
Η συναίνεση πρέπει να είναι ενεργή, ελεύθερη και συνειδητή. Όχι προϊόν φόβου, εξάρτησης, εξαναγκασμού, κατάστασης μέθης ή ψυχολογικής πίεσης. Ειδικά σε σχέσεις εξουσίας (καθηγητής, εργοδότης, προπονητής), η γραμμή είναι ακόμη πιο λεπτή και πιο επικίνδυνη.
Το πρόβλημα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο όταν το περιστατικό συμβαίνει μέσα σε σχέση ή γάμο. Πολλά θύματα δεν αναγνωρίζουν καν ότι υπέστησαν βιασμό, επειδή “είχαν σχέση”. Ο νόμος όμως είναι σαφής: το “ναι” δεν είναι διαρκές, και κάθε πράξη χωρίς συναίνεση συνιστά έγκλημα, ανεξάρτητα από τη σχέση των προσώπων.
Η αλλαγή στον ορισμό του βιασμού δεν είναι απλώς νομική μεταρρύθμιση. Είναι σημείο καμπής στον τρόπο που η κοινωνία βλέπει τη βία. Η συναίνεση δεν είναι υπόνοια, δεν είναι σιωπή, δεν είναι υποχρέωση. Είναι δικαίωμα. Και η απουσία της, έγκλημα.
